Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "digest" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφιότερο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Digest

[Χωνευτικόσ]
/daɪʤɛst/

noun

1. A periodical that summarizes the news

    synonym:
  • digest

1. Ένα περιοδικό που συνοψίζει τις ειδήσεις

    συνώνυμο:
  • πεπτώ

2. Something that is compiled (as into a single book or file)

    synonym:
  • compilation
  • ,
  • digest

2. Κάτι που συντάσσεται (ας σε ένα ενιαίο βιβλίο ή φιλε)

    συνώνυμο:
  • συλλογή
  • ,
  • πεπτώ

verb

1. Convert food into absorbable substances

  • "I cannot digest milk products"
    synonym:
  • digest

1. Μετατρέψτε τα τρόφιμα σε απορροφήσιμες ουσίες

  • "Δεν μπορώ να αφομοιώσω γαλακτοκομικά προϊόντα"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ

2. Arrange and integrate in the mind

  • "I cannot digest all this information"
    synonym:
  • digest

2. Τακτοποιήστε και ενσωματώστε στο μυαλό

  • "Δεν μπορώ να αφομοιώσω όλες αυτές τις πληροφορίες"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ

3. Put up with something or somebody unpleasant

  • "I cannot bear his constant criticism"
  • "The new secretary had to endure a lot of unprofessional remarks"
  • "He learned to tolerate the heat"
  • "She stuck out two years in a miserable marriage"
    synonym:
  • digest
  • ,
  • endure
  • ,
  • stick out
  • ,
  • stomach
  • ,
  • bear
  • ,
  • stand
  • ,
  • tolerate
  • ,
  • support
  • ,
  • brook
  • ,
  • abide
  • ,
  • suffer
  • ,
  • put up

3. Βάλτε κάτι ή κάποιον δυσάρεστο

  • "Δεν μπορώ να αντέξω τη συνεχή κριτική του"
  • "Ο νέος γραμματέας έπρεπε να υπομείνει πολλές αντιεπαγγελματικές παρατηρήσεις"
  • "Μαθαίνει να ανέχεται τη ζέστη"
  • "Εγκλωβίστηκε δύο χρόνια σε έναν άθλιο γάμο"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ
  • ,
  • υπομένω
  • ,
  • παραμένω
  • ,
  • στομάχι
  • ,
  • αρκούδα
  • ,
  • στέκομαι
  • ,
  • ανέχεται
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • μπρουκ
  • ,
  • αποθηκεύω
  • ,
  • υποφέρω
  • ,
  • στρώνω

4. Become assimilated into the body

  • "Protein digests in a few hours"
    synonym:
  • digest

4. Αφομοιώνεται στο σώμα

  • "Η πρωτεΐνη χωνεύει σε λίγες ώρες"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ

5. Systematize, as by classifying and summarizing

  • "The government digested the entire law into a code"
    synonym:
  • digest

5. Συστηματοποίηση, όπως με την ταξινόμηση και τη σύνοψη

  • "Η κυβέρνηση χωνεύει ολόκληρο το νόμο σε κώδικα"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ

6. Soften or disintegrate, as by undergoing exposure to heat or moisture

    synonym:
  • digest

6. Μαλακώστε ή αποσυνθέστε, όπως με την έκθεση στη θερμότητα ή την υγρασία

    συνώνυμο:
  • πεπτώ

7. Make more concise

  • "Condense the contents of a book into a summary"
    synonym:
  • digest
  • ,
  • condense
  • ,
  • concentrate

7. Κάνω πιο συνοπτική

  • "Συμπυκνώστε τα περιεχόμενα ενός βιβλίου σε μια περίληψη"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ
  • ,
  • συμπυκνώνω
  • ,
  • συγκεντρώνω

8. Soften or disintegrate by means of chemical action, heat, or moisture

    synonym:
  • digest

8. Μαλακώστε ή αποσυνθέστε με χημική δράση, θερμότητα ή υγρασία

    συνώνυμο:
  • πεπτώ

Examples of using

Wine helps digest food.
Το κρασί βοηθά στην πέψη των τροφίμων.