Translation meaning & definition of the word "digest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφιότερο" στην ελληνική γλώσσα
Digest
[Χωνευτικόσ]noun
1. A periodical that summarizes the news
- synonym:
- digest
1. Ένα περιοδικό που συνοψίζει τις ειδήσεις
- συνώνυμο:
- πεπτώ
2. Something that is compiled (as into a single book or file)
- synonym:
- compilation ,
- digest
2. Κάτι που συντάσσεται (ας σε ένα ενιαίο βιβλίο ή φιλε)
- συνώνυμο:
- συλλογή ,
- πεπτώ
verb
1. Convert food into absorbable substances
- "I cannot digest milk products"
- synonym:
- digest
1. Μετατρέψτε τα τρόφιμα σε απορροφήσιμες ουσίες
- "Δεν μπορώ να αφομοιώσω γαλακτοκομικά προϊόντα"
- συνώνυμο:
- πεπτώ
2. Arrange and integrate in the mind
- "I cannot digest all this information"
- synonym:
- digest
2. Τακτοποιήστε και ενσωματώστε στο μυαλό
- "Δεν μπορώ να αφομοιώσω όλες αυτές τις πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- πεπτώ
3. Put up with something or somebody unpleasant
- "I cannot bear his constant criticism"
- "The new secretary had to endure a lot of unprofessional remarks"
- "He learned to tolerate the heat"
- "She stuck out two years in a miserable marriage"
- synonym:
- digest ,
- endure ,
- stick out ,
- stomach ,
- bear ,
- stand ,
- tolerate ,
- support ,
- brook ,
- abide ,
- suffer ,
- put up
3. Βάλτε κάτι ή κάποιον δυσάρεστο
- "Δεν μπορώ να αντέξω τη συνεχή κριτική του"
- "Ο νέος γραμματέας έπρεπε να υπομείνει πολλές αντιεπαγγελματικές παρατηρήσεις"
- "Μαθαίνει να ανέχεται τη ζέστη"
- "Εγκλωβίστηκε δύο χρόνια σε έναν άθλιο γάμο"
- συνώνυμο:
- πεπτώ ,
- υπομένω ,
- παραμένω ,
- στομάχι ,
- αρκούδα ,
- στέκομαι ,
- ανέχεται ,
- υποστήριξη ,
- μπρουκ ,
- αποθηκεύω ,
- υποφέρω ,
- στρώνω
4. Become assimilated into the body
- "Protein digests in a few hours"
- synonym:
- digest
4. Αφομοιώνεται στο σώμα
- "Η πρωτεΐνη χωνεύει σε λίγες ώρες"
- συνώνυμο:
- πεπτώ
5. Systematize, as by classifying and summarizing
- "The government digested the entire law into a code"
- synonym:
- digest
5. Συστηματοποίηση, όπως με την ταξινόμηση και τη σύνοψη
- "Η κυβέρνηση χωνεύει ολόκληρο το νόμο σε κώδικα"
- συνώνυμο:
- πεπτώ
6. Soften or disintegrate, as by undergoing exposure to heat or moisture
- synonym:
- digest
6. Μαλακώστε ή αποσυνθέστε, όπως με την έκθεση στη θερμότητα ή την υγρασία
- συνώνυμο:
- πεπτώ
7. Make more concise
- "Condense the contents of a book into a summary"
- synonym:
- digest ,
- condense ,
- concentrate
7. Κάνω πιο συνοπτική
- "Συμπυκνώστε τα περιεχόμενα ενός βιβλίου σε μια περίληψη"
- συνώνυμο:
- πεπτώ ,
- συμπυκνώνω ,
- συγκεντρώνω
8. Soften or disintegrate by means of chemical action, heat, or moisture
- synonym:
- digest
8. Μαλακώστε ή αποσυνθέστε με χημική δράση, θερμότητα ή υγρασία
- συνώνυμο:
- πεπτώ