Translation meaning & definition of the word "dig" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφίο" στην ελληνική γλώσσα
Dig
[Σκάβω]noun
1. The site of an archeological exploration
- "They set up camp next to the dig"
- synonym:
- dig ,
- excavation ,
- archeological site
1. Η περιοχή μιας αρχαιολογικής εξερεύνησης
- "Στήνουν στρατόπεδο δίπλα στην ανασκαφή"
- συνώνυμο:
- σκάβω ,
- ανασκαφή ,
- αρχαιολογικός χώρος
2. An aggressive remark directed at a person like a missile and intended to have a telling effect
- "His parting shot was `drop dead'"
- "She threw shafts of sarcasm"
- "She takes a dig at me every chance she gets"
- synonym:
- shot ,
- shaft ,
- slam ,
- dig ,
- barb ,
- jibe ,
- gibe
2. Μια επιθετική παρατήρηση που απευθύνεται σε ένα άτομο σαν πύραυλος και προορίζεται να έχει ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα
- "Ο χωρισμός του πυροβολισμού του ήταν `σκυφτείτε νεκρός'"
- "Έδωσε άξονες σαρκασμού"
- "Παίρνει μια ανασκαφή σε μένα κάθε ευκαιρία που παίρνει"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- άξονας ,
- πλατύ ,
- σκάβω ,
- μπαρμπ ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα
3. A small gouge (as in the cover of a book)
- "The book was in good condition except for a dig in the back cover"
- synonym:
- dig
3. Ένα μικρό γουζέ (ας στο εξώφυλλο ενός βιβλίου)
- "Το βιβλίο ήταν σε καλή κατάσταση εκτός από μια ανασκαφή στο πίσω κάλυμμα"
- συνώνυμο:
- σκάβω
4. The act of digging
- "There's an interesting excavation going on near princeton"
- synonym:
- excavation ,
- digging ,
- dig
4. Η πράξη του σκαψίματος
- "Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανασκαφή που συμβαίνει κοντά στο πρίνστον"
- συνώνυμο:
- ανασκαφή ,
- σκάψιμο ,
- σκάβω
5. The act of touching someone suddenly with your finger or elbow
- "She gave me a sharp dig in the ribs"
- synonym:
- dig ,
- jab
5. Η πράξη του να αγγίζεις κάποιον ξαφνικά με το δάχτυλο ή τον αγκώνα σου
- "Μου έδωσε ένα κοφτερό σκάψιμο στα πλευρά"
- συνώνυμο:
- σκάβω ,
- τζαμπ
verb
1. Turn up, loosen, or remove earth
- "Dig we must"
- "Turn over the soil for aeration"
- synonym:
- dig ,
- delve ,
- cut into ,
- turn over
1. Εμφανιστείτε, χαλαρώστε ή αφαιρέστε τη γη
- "Σημαντικό πρέπει"
- "Στρίψτε πάνω από το έδαφος για αερισμό"
- συνώνυμο:
- σκάβω ,
- βλασταίνω ,
- κόβω ,
- αναποδογυρίζω
2. Create by digging
- "Dig a hole"
- "Dig out a channel"
- synonym:
- dig ,
- dig out
2. Δημιουργήστε σκάβοντας
- "Ψήστε μια τρύπα"
- "Ψηφίστε ένα κανάλι"
- συνώνυμο:
- σκάβω ,
- ξεθάβω
3. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
3. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ
4. Remove, harvest, or recover by digging
- "Dig salt"
- "Dig coal"
- synonym:
- dig ,
- dig up ,
- dig out
4. Αφαιρέστε, συγκομίστε ή ανακτήστε με το σκάψιμο
- "Ψητό αλάτι"
- "Ψηφιακός άνθρακας"
- συνώνυμο:
- σκάβω ,
- ξεθάβω
5. Thrust down or into
- "Dig the oars into the water"
- "Dig your foot into the floor"
- synonym:
- dig
5. Πέφτουν κάτω ή μέσα
- "Ψήστε τα κουπιά στο νερό"
- "Κράστε το πόδι σας στο πάτωμα"
- συνώνυμο:
- σκάβω
6. Remove the inner part or the core of
- "The mining company wants to excavate the hillside"
- synonym:
- excavate ,
- dig ,
- hollow
6. Αφαιρέστε το εσωτερικό μέρος ή τον πυρήνα του
- "Η εταιρεία εξόρυξης θέλει να ανασκάψει την πλαγιά του λόφου"
- συνώνυμο:
- ανασκάπτω ,
- σκάβω ,
- κοίλοσ
7. Poke or thrust abruptly
- "He jabbed his finger into her ribs"
- synonym:
- jab ,
- prod ,
- stab ,
- poke ,
- dig
7. Απότομα ή ωθήσει
- "Τράβηξε το δάχτυλό του στα πλευρά της"
- συνώνυμο:
- τζαμπ ,
- παραπονιέμαι ,
- μαχαιρώ ,
- πουκ ,
- σκάβω
8. Get the meaning of something
- "Do you comprehend the meaning of this letter?"
- synonym:
- grok ,
- get the picture ,
- comprehend ,
- savvy ,
- dig ,
- grasp ,
- compass ,
- apprehend
8. Πάρτε το νόημα του κάτι
- "Καταλαβαίνετε την έννοια αυτού του γράμματος?"
- συνώνυμο:
- βουβάλι ,
- πάρτε την εικόνα ,
- κατανοώ ,
- καταλαβαίνω ,
- σκάβω ,
- πιάνω ,
- πυξίδα ,
- συλλαμβάνω