Translation meaning & definition of the word "diffusion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάχυση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diffusion
[Διάχυση]/dɪfjuʒən/
noun
1. (physics) the process in which there is movement of a substance from an area of high concentration of that substance to an area of lower concentration
- synonym:
- diffusion
1. (φυσική) η διαδικασία κατά την οποία υπάρχει κίνηση μιας ουσίας από μια περιοχή υψηλής συγκέντρωσης της ουσίας σε μια περιοχή χαμηλότερης
- συνώνυμο:
- διάχυση
2. The spread of social institutions (and myths and skills) from one society to another
- synonym:
- diffusion
2. Η εξάπλωση των κοινωνικών θεσμών (και μύθοι και δεξιότητες) από τη μια κοινωνία στην άλλη
- συνώνυμο:
- διάχυση
3. The property of being diffused or dispersed
- synonym:
- dissemination ,
- diffusion
3. Η ιδιότητα του να διαχέεται ή να διασκορπίζεται
- συνώνυμο:
- διάδοση ,
- διάχυση
4. The act of dispersing or diffusing something
- "The dispersion of the troops"
- "The diffusion of knowledge"
- synonym:
- dispersion ,
- dispersal ,
- dissemination ,
- diffusion
4. Η πράξη της διασποράς ή της διάχυσης κάτι
- "Η διασπορά των στρατευμάτων"
- "Η διάδοση της γνώσης"
- συνώνυμο:
- διασπορά ,
- διάδοση ,
- διάχυση