Translation meaning & definition of the word "diffused" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασκεδασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diffused
[Διάχυτο]/dɪfjuzd/
adjective
1. (of light rays) subjected to scattering by reflection from a rough surface or transmission through a translucent material
- "Diffused light"
- synonym:
- diffused
1. ( των ακτίνων του φωτός) υποβάλλεται σε σκέδαση με αντανάκλαση από μια τραχιά επιφάνεια ή μετάδοση μέσω ημιδιαφανούς υλικού
- "Διασκεδασμένο φως"
- συνώνυμο:
- διάχυτο
2. (of light) transmitted from a broad light source or reflected
- synonym:
- soft ,
- diffuse ,
- diffused
2. ( του φωτός) που μεταδίδεται από μια ευρεία πηγή φωτός ή αντανακλάται
- συνώνυμο:
- μαλακός ,
- διάχυτοσ ,
- διάχυτο