Translation meaning & definition of the word "difficulty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσκολία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Difficulty
[Δυσκολία]/dɪfəkəlti/
noun
1. An effort that is inconvenient
- "I went to a lot of trouble"
- "He won without any trouble"
- "Had difficulty walking"
- "Finished the test only with great difficulty"
- synonym:
- trouble ,
- difficulty
1. Μια προσπάθεια που είναι ενοχλητική
- "Έπεσα σε πολλά προβλήματα"
- "Κέρδισε χωρίς προβλήματα"
- "Δυσκολεύεστε να περπατήσετε"
- "Τελείωσε το τεστ μόνο με μεγάλη δυσκολία"
- συνώνυμο:
- πρόβλημα ,
- δυσκολία
2. A factor causing trouble in achieving a positive result or tending to produce a negative result
- "Serious difficulties were encountered in obtaining a pure reagent"
- synonym:
- difficulty
2. Ένας παράγοντας που προκαλεί προβλήματα στην επίτευξη θετικού αποτελέσματος ή την τάση να παράγει αρνητικό αποτέλεσμα
- "Αντιμετωπίστηκαν σοβαρές δυσκολίες στην απόκτηση ενός καθαρού αντιδραστηρίου"
- συνώνυμο:
- δυσκολία
3. A condition or state of affairs almost beyond one's ability to deal with and requiring great effort to bear or overcome
- "Grappling with financial difficulties"
- synonym:
- difficulty
3. Μια κατάσταση ή κατάσταση πραγμάτων σχεδόν πέρα από την ικανότητα κάποιου να αντιμετωπίσει και να απαιτήσει μεγάλη προσπάθεια
- "Αντιμετώπιση οικονομικών δυσκολιών"
- συνώνυμο:
- δυσκολία
4. The quality of being difficult
- "They agreed about the difficulty of the climb"
- synonym:
- difficulty ,
- difficultness
4. Η ποιότητα του να είσαι δύσκολος
- "Συμφώνησαν για τη δυσκολία της ανάβασης"
- συνώνυμο:
- δυσκολία
Examples of using
They scaled the cliff with difficulty.
Κλιμάκωσαν το βράχο με δυσκολία.
I had arrived in Italy without difficulty.
Είχα φτάσει στην Ιταλία χωρίς δυσκολία.
In case of whatever difficulty, you may ask.
Σε περίπτωση οποιασδήποτε δυσκολίας, μπορείτε να ρωτήσετε.