Translation meaning & definition of the word "differentiation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφοροποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Differentiation
[Διαφοροποίηση]/dɪfərɛnʃieʃən/
noun
1. A discrimination between things as different and distinct
- "It is necessary to make a distinction between love and infatuation"
- synonym:
- differentiation ,
- distinction
1. Μια διάκριση μεταξύ των πραγμάτων ως διαφορετικών και διακριτών
- "Είναι απαραίτητο να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ αγάπης και ξεμυαλισμού"
- συνώνυμο:
- διαφοροποίηση ,
- διάκριση
2. The mathematical process of obtaining the derivative of a function
- synonym:
- differentiation
2. Η μαθηματική διαδικασία απόκτησης του παραγώγου μιας συνάρτησης
- συνώνυμο:
- διαφοροποίηση
3. (biology) the structural adaptation of some body part for a particular function
- "Cell differentiation in the developing embryo"
- synonym:
- specialization ,
- specialisation ,
- differentiation
3. (βιολογία) η δομική προσαρμογή κάποιου μέρους του σώματος για μια συγκεκριμένη λειτουργία
- "Κυτταρική διαφοροποίηση στο αναπτυσσόμενο έμβρυο"
- συνώνυμο:
- εξειδίκευση ,
- διαφοροποίηση
Examples of using
The math teacher explained the concept of partial differentiation.
Ο καθηγητής μαθηματικών εξήγησε την έννοια της μερικής διαφοροποίησης.