Translation meaning & definition of the word "dieter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαιτητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dieter
[Διαιτητήσ]/ditər/
noun
1. A person who diets
- synonym:
- dieter
1. Ένα άτομο που δίαιτες
- συνώνυμο:
- δίαιτα