Translation meaning & definition of the word "dietary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαιτολόγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dietary
[Διαιτητικόσ]/daɪətɛri/
noun
1. A regulated daily food allowance
- synonym:
- dietary
1. Ρυθμιζόμενο ημερήσιο επίδομα διατροφής
- συνώνυμο:
- διατροφή
adjective
1. Of or relating to the diet
- "Dietary restrictions"
- synonym:
- dietary ,
- dietetic ,
- dietetical
1. Από ή σχετίζονται με τη διατροφή
- "Διαιτητικοί περιορισμοί"
- συνώνυμο:
- διατροφή ,
- διαιτητική ,
- διαιτητικόσ