Translation meaning & definition of the word "diet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διατροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diet
[Διατροφή]/daɪət/
noun
1. A prescribed selection of foods
- synonym:
- diet
1. Μια συνταγογραφούμενη επιλογή τροφίμων
- συνώνυμο:
- διατροφή
2. A legislative assembly in certain countries (e.g., japan)
- synonym:
- diet
2. Νομοθετική συνέλευση σε ορισμένες χώρες (π.χ., ιαπων)
- συνώνυμο:
- διατροφή
3. The usual food and drink consumed by an organism (person or animal)
- synonym:
- diet
3. Το συνηθισμένο φαγητό και ποτό που καταναλώνεται από έναν οργανισμό (άτομο ή ζώο)
- συνώνυμο:
- διατροφή
4. The act of restricting your food intake (or your intake of particular foods)
- synonym:
- diet ,
- dieting
4. Η πράξη του περιορισμού της πρόσληψης τροφής σας (ή την πρόσληψη συγκεκριμένων τροφών)
- συνώνυμο:
- διατροφή ,
- δίαιτα
verb
1. Follow a regimen or a diet, as for health reasons
- "He has high blood pressure and must stick to a low-salt diet"
- synonym:
- diet
1. Ακολουθήστε ένα σχήμα ή μια δίαιτα, όπως για λόγους υγείας
- "Έχει υψηλή αρτηριακή πίεση και πρέπει να κολλήσει σε μια δίαιτα χαμηλών αλατιών"
- συνώνυμο:
- διατροφή
2. Eat sparingly, for health reasons or to lose weight
- synonym:
- diet
2. Φάτε με φειδώ, για λόγους υγείας ή για να χάσετε βάρος
- συνώνυμο:
- διατροφή
Examples of using
I've lost a lot of weight since I've been on a diet.
Έχω χάσει πολύ βάρος από τότε που έχω κάνει δίαιτα.
After the holidays, I'll probably need to go on a diet again.
Μετά τις διακοπές, πιθανότατα θα χρειαστεί να πάω σε μια δίαιτα και πάλι.
The chocolate cake led her into temptation, though she was on a diet.
Το κέικ σοκολάτας την οδήγησε σε πειρασμό, αν και ήταν σε δίαιτα.