Examples of using
The definition from the dictionary is different.
Ο ορισμός από το λεξικό είναι διαφορετικός.
I bought this dictionary too.
Αγόρασα και αυτό το λεξικό.
Yes, this is my dictionary.
Αυτό είναι το λεξικό μου.
Does Emily have a dictionary?
Έχει η Έμιλι λεξικό?
Do you have a dictionary?
Έχετε λεξικό?
I'll loan you my dictionary.
Θα σου δανείσω το λεξικό μου.
Do you have a small English-Russian dictionary?
Έχετε ένα μικρό Αγγλο-Ρωσικό λεξικό?
This dictionary is completely useless.
Αυτό το λεξικό είναι εντελώς άχρηστο.
Do you have a French dictionary?
Έχετε γαλλικό λεξικό?
Tom gave Mary a French dictionary.
Ο Τομ έδωσε στη Μαίρη ένα γαλλικό λεξικό.
I wish I had a good French dictionary.
Μακάρι να είχα ένα καλό γαλλικό λεξικό.
Do you have a dictionary with you?
Έχετε λεξικό μαζί σας?
Didn't Tom give you the dictionary?
Δεν σου έδωσε ο Τομ το λεξικό?
I can't give this dictionary to anyone.
Δεν μπορώ να δώσω το λεξικό σε κανέναν.
One man one word. One woman one dictionary.
Ένας άνθρωπος μια λέξη. Μια γυναίκα ένα λεξικό.
The dictionary is on the desk.
Το λεξικό είναι στο γραφείο.
I have the same dictionary as your brother.
Έχω το ίδιο λεξικό με τον αδελφό σου.
I need a good dictionary.
Χρειάζομαι ένα καλό λεξικό.
I don't have money to buy a dictionary.
Δεν έχω χρήματα για να αγοράσω λεξικό.
This dictionary isn't any good.
Αυτό το λεξικό δεν είναι καλό.