Translation meaning & definition of the word "dictatorship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικτατορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dictatorship
[Δικτατορία]/dɪktetərʃɪp/
noun
1. A form of government in which the ruler is an absolute dictator (not restricted by a constitution or laws or opposition etc.)
- synonym:
- dictatorship ,
- absolutism ,
- authoritarianism ,
- Caesarism ,
- despotism ,
- monocracy ,
- one-man rule ,
- shogunate ,
- Stalinism ,
- totalitarianism ,
- tyranny
1. Μια μορφή κυβέρνησης στην οποία ο ηγέτης είναι ένας απόλυτος δικτάτορας (δεν περιορίζεται από ένα σύνταγμα ή νόμους ή αντιπολίτευση κ.)
- συνώνυμο:
- δικτατορία ,
- απολυταρχία ,
- αυταρχισμός ,
- Καισαρισμού ,
- δεσποτισμός ,
- μονοκρατία ,
- κανόνας ενός ανθρώπου ,
- σογκουνάτη ,
- Σταλινισμός ,
- ολοκληρωτισμόσ ,
- τυραννία
Examples of using
Belarus has been described by former US secretary of state Condoleezza Rice as "the last remaining true dictatorship in the heart of Europe".
Η Λευκορωσία έχει χαρακτηριστεί από την πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις ως "η τελευταία αληθινή δικτατορία στην καρδιά της".
In a dictatorship laughing can be an indictable offense.
Σε μια δικτατορία το γέλιο μπορεί να είναι ένα αδικαιολόγητο αδίκημα.
A dictatorship means, by definition, one center of power.
Δικτατορία σημαίνει, εξ ορισμού, ένα κέντρο εξουσίας.