Translation meaning & definition of the word "dictator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικτάτορας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dictator
[Δικτάτορασ]/dɪktetər/
noun
1. A speaker who dictates to a secretary or a recording machine
- synonym:
- dictator
1. Ένας ομιλητής που υπαγορεύει σε έναν γραμματέα ή μια μηχανή εγγραφής
- συνώνυμο:
- δικτάτορας
2. A ruler who is unconstrained by law
- synonym:
- dictator ,
- potentate
2. Ένας ηγέτης που δεν περιορίζεται από το νόμο
- συνώνυμο:
- δικτάτορας ,
- ενισχύω
3. A person who behaves in a tyrannical manner
- "My boss is a dictator who makes everyone work overtime"
- synonym:
- authoritarian ,
- dictator
3. Ένα άτομο που συμπεριφέρεται με τυραννικό τρόπο
- "Το αφεντικό μου είναι ένας δικτάτορας που κάνει όλους να δουλεύουν υπερωρίες"
- συνώνυμο:
- αυταρχικός ,
- δικτάτορας
Examples of using
The dictator tried in vain to get out of the awkward situation.
Ο δικτάτορας προσπάθησε μάταια να βγει από την αμήχανη κατάσταση.
Do you think I'm a dictator?
Πιστεύεις ότι είμαι δικτάτορας?
Do you think that I'm a dictator?
Πιστεύετε ότι είμαι δικτάτορας?