Translation meaning & definition of the word "dictate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικτατορικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dictate
[Δικτατορικό]/dɪktet/
noun
1. An authoritative rule
- synonym:
- dictate
1. Ένας έγκυρος κανόνας
- συνώνυμο:
- υπαγορεύω
2. A guiding principle
- "The dictates of reason"
- synonym:
- dictate
2. Κατευθυντήρια αρχή
- "Οι υπαγορεύσεις της λογικής"
- συνώνυμο:
- υπαγορεύω
verb
1. Issue commands or orders for
- synonym:
- order ,
- prescribe ,
- dictate
1. Έκδοση εντολών ή παραγγελιών για
- συνώνυμο:
- παραγγελία ,
- συνταγογραφώ ,
- υπαγορεύω
2. Say out loud for the purpose of recording
- "He dictated a report to his secretary"
- synonym:
- dictate
2. Πείτε δυνατά για το σκοπό της ηχογράφησης
- "Υπαγόρευσε μια έκθεση στο γραμματέα του"
- συνώνυμο:
- υπαγορεύω
3. Rule as a dictator
- synonym:
- dictate
3. Κυβέρνηση ως δικτάτορας
- συνώνυμο:
- υπαγορεύω
Examples of using
No one shall dictate to me.
Κανείς δεν θα μου υπαγορεύσει.