Translation meaning & definition of the word "dicker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πούτσο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dicker
[Παζαρεύω]/dɪkər/
verb
1. Negotiate the terms of an exchange
- "We bargained for a beautiful rug in the bazaar"
- synonym:
- dicker ,
- bargain
1. Διαπραγματευτείτε τους όρους μιας ανταλλαγής
- "Διαπραγματευόμασταν για ένα όμορφο χαλί στο παζάρι"
- συνώνυμο:
- πούτσερ ,
- προσφορά