Translation meaning & definition of the word "dickens" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dickens
[Παπαγάλοι]/dɪkənz/
noun
1. A word used in exclamations of confusion
- "What the devil"
- "The deuce with it"
- "The dickens you say"
- synonym:
- devil ,
- deuce ,
- dickens
1. Μια λέξη που χρησιμοποιείται σε εκφράσεις σύγχυσης
- "Τι ο διάβολος"
- "Ο δευτερεύων με αυτό"
- "Τα πουλιά που λες"
- συνώνυμο:
- διάβολος ,
- απολαμβάνω ,
- πούτσεν
2. English writer whose novels depicted and criticized social injustice (1812-1870)
- synonym:
- Dickens ,
- Charles Dickens ,
- Charles John Huffam Dickens
2. Άγγλος συγγραφέας του οποίου τα μυθιστορήματα απεικόνιζαν και επέκριναν την κοινωνική αδικία (1812-1870)
- συνώνυμο:
- Παπαγάλοι ,
- Τσαρλς Ντίκενς ,
- Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς