Translation meaning & definition of the word "dibs" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σαλιάρες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dibs
[Σαλιάρεσ]/dɪbz/
noun
1. A claim of rights
- "I have dibs on that last slice of pizza"
- synonym:
- dibs
1. Αξίωση δικαιωμάτων
- "Έχω σαλιάρες στην τελευταία φέτα της πίτσας"
- συνώνυμο:
- σαλιάρεσ