Translation meaning & definition of the word "diaphragm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάφραγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diaphragm
[Διάφραγμα]/daɪəfræm/
noun
1. A mechanical device in a camera that controls size of aperture of the lens
- "The new cameras adjust the diaphragm automatically"
- synonym:
- diaphragm ,
- stop
1. Μια μηχανική συσκευή σε μια κάμερα που ελέγχει το μέγεθος του ανοίγματος του φακού
- "Οι νέες κάμερες ρυθμίζουν αυτόματα το διάφραγμα"
- συνώνυμο:
- διάφραγμα ,
- σταματώ
2. (anatomy) a muscular partition separating the abdominal and thoracic cavities
- Functions in respiration
- synonym:
- diaphragm ,
- midriff
2. (ανατομία) ένα μυϊκό χώρισμα που χωρίζει τις κοιλιακές και θωρακικές κοιλότητες
- Λειτουργίες στην αναπνοή
- συνώνυμο:
- διάφραγμα ,
- μίντριφ
3. A contraceptive device consisting of a flexible dome-shaped cup made of rubber or plastic
- It is filled with spermicide and fitted over the uterine cervix
- synonym:
- diaphragm ,
- pessary ,
- contraceptive diaphragm
3. Μια συσκευή αντισύλληψης που αποτελείται από ένα εύκαμπτο κύπελλο σε σχήμα θόλου από καουτσούκ ή πλαστικό
- Είναι γεμάτο με σπερματοκτόνο και εγκαθίσταται πάνω από τον τράχηλο της μήτρας
- συνώνυμο:
- διάφραγμα ,
- πεσσικόσ ,
- αντισυλληπτικό διάφραγμα
4. Electro-acoustic transducer that vibrates to receive or produce sound waves
- synonym:
- diaphragm
4. Ηλεκτροακουστικός μετατροπέας που δονείται για να λάβει ή να παραγάγει τα ηχητικά κύματα
- συνώνυμο:
- διάφραγμα