Translation meaning & definition of the word "dialysis" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάλυση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dialysis
[Διάλυση]/daɪæləsəs/
noun
1. Separation of substances in solution by means of their unequal diffusion through semipermeable membranes
- synonym:
- dialysis
1. Διαχωρισμός των ουσιών σε διάλυμα μέσω της άνισης διάχυσής τους μέσω των ημιπερατών μεμβρανών
- συνώνυμο:
- αιμοκάθαρση