Translation meaning & definition of the word "dialogue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάλογος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dialogue
[Διάλογος]/daɪəlɔg/
noun
1. A conversation between two persons
- synonym:
- dialogue ,
- dialog ,
- duologue
1. Μια συζήτηση μεταξύ δύο ατόμων
- συνώνυμο:
- διάλογος ,
- δυολόγου
2. The lines spoken by characters in drama or fiction
- synonym:
- dialogue ,
- dialog
2. Οι γραμμές που ομιλούνται από χαρακτήρες σε δράμα ή μυθοπλασία
- συνώνυμο:
- διάλογος
3. A literary composition in the form of a conversation between two people
- "He has read plato's dialogues in the original greek"
- synonym:
- dialogue ,
- dialog
3. Μια λογοτεχνική σύνθεση με τη μορφή μιας συζήτησης μεταξύ δύο ανθρώπων
- "Έχει διαβάσει τους διαλόγους του πλάτωνα στα αρχικά ελληνικά"
- συνώνυμο:
- διάλογος
4. A discussion intended to produce an agreement
- "The buyout negotiation lasted several days"
- "They disagreed but kept an open dialogue"
- "Talks between israelis and palestinians"
- synonym:
- negotiation ,
- dialogue ,
- talks
4. Συζήτηση που αποσκοπεί στην επίτευξη συμφωνίας
- "Η διαπραγμάτευση εξαγοράς διήρκεσε αρκετές ημέρες"
- "Διαφώνησαν, αλλά κράτησαν έναν ανοιχτό διάλογο"
- "Τα πράγματα μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων"
- συνώνυμο:
- διαπραγμάτευση ,
- διάλογος ,
- συνομιλίες
Examples of using
Diplomatic dialogue helped put an end to the conflict.
Ο διπλωματικός διάλογος συνέβαλε στον τερματισμό της σύγκρουσης.