Translation meaning & definition of the word "dialect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλέκτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dialect
[Διάλεκτοσ]/daɪəlɛkt/
noun
1. The usage or vocabulary that is characteristic of a specific group of people
- "The immigrants spoke an odd dialect of english"
- "He has a strong german accent"
- "It has been said that a language is a dialect with an army and navy"
- synonym:
- dialect ,
- idiom ,
- accent
1. Η χρήση ή το λεξιλόγιο που είναι χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
- "Οι μετανάστες μιλούσαν μια περίεργη διάλεκτο της αγγλικής γλώσσας"
- "Έχει μια ισχυρή γερμανική προφορά"
- "Λέγεται ότι μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό"
- συνώνυμο:
- διάλεκτος ,
- ιδίωμα ,
- προφορά
Examples of using
A language is a dialect with an army and a navy.
Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό.
A language is a dialect with an army and navy.
Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό.