Translation meaning & definition of the word "diagnostic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαγνωστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diagnostic
[Διαγνωστικά]/daɪəgnɑstɪk/
adjective
1. Concerned with diagnosis
- Used for furthering diagnosis
- "A diagnostic reading test"
- synonym:
- diagnostic
1. Ασχολείται με τη διάγνωση
- Χρησιμοποιείται για την προώθηση της διάγνωσης
- "Διαγνωστικό τεστ ανάγνωσης"
- συνώνυμο:
- διαγνωστική
2. Characteristic or indicative of a disease
- "A diagnostic sign of yellow fever"
- "A rash symptomatic of scarlet fever"
- "Symptomatic of insanity"
- "A rise in crime symptomatic of social breakdown"
- synonym:
- diagnostic ,
- symptomatic
2. Χαρακτηριστικό ή ενδεικτικό μιας ασθένειας
- "Διαγνωστικό σημάδι κίτρινου πυρετού"
- "Ένα εξάνθημα συμπτωματικό του κόκκινου πυρετού"
- "Συμπτωματικό της τρέλας"
- "Αύξηση του εγκλήματος συμπτωματική της κοινωνικής κατάρρευσης"
- συνώνυμο:
- διαγνωστική ,
- συμπτωματικόσ