Translation meaning & definition of the word "diabolical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβολική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diabolical
[Διαβολικόσ]/daɪəbɑlɪkəl/
adjective
1. Showing the cunning or ingenuity or wickedness typical of a devil
- "Devilish schemes"
- "The cold calculation and diabolic art of some statesmen"
- "The diabolical expression on his face"
- "A mephistophelian glint in his eye"
- synonym:
- devilish ,
- diabolic ,
- diabolical ,
- mephistophelian ,
- mephistophelean
1. Δείχνοντας την πονηριά ή την εφευρετικότητα ή την κακία που είναι χαρακτηριστική ενός διαβόλου
- "Συστήματα συμβίωσης"
- "Ο ψυχρός υπολογισμός και η διαβολική τέχνη ορισμένων πολιτικών"
- "Η διαβολική έκφραση στο πρόσωπό του"
- "Μια μεφιστοφελική λάμψη στο μάτι του"
- συνώνυμο:
- διαβολικός ,
- διαβολικόσ ,
- μεφιστοφελικόσ ,
- μεφιστοφελείου
2. Extremely evil or cruel
- Expressive of cruelty or befitting hell
- "Something demonic in him--something that could be cruel"
- "Fires lit up a diabolic scene"
- "Diabolical sorcerers under the influence of devils"
- "A fiendish despot"
- "Hellish torture"
- "Infernal instruments of war"
- "Satanic cruelty"
- "Unholy grimaces"
- synonym:
- demonic ,
- diabolic ,
- diabolical ,
- fiendish ,
- hellish ,
- infernal ,
- satanic ,
- unholy
2. Εξαιρετικά κακό ή σκληρό
- Εκφραστική σκληρότητα ή κόλαση
- "Κάτι δαιμονικό σε αυτόν-κάτι που θα μπορούσε να είναι σκληρό"
- "Οι πυρκαγιές άναψαν μια διαβολική σκηνή"
- "Διαβολικοί μάγοι υπό την επίδραση των διαβόλων"
- "Ένας φιλενδοειδής δεσπότης"
- "Ελληνικά βασανιστήρια"
- "Διαρκή όργανα πολέμου"
- "Σατανική σκληρότητα"
- "Ανίεροι γκριμάντες"
- συνώνυμο:
- δαιμονικόσ ,
- διαβολικόσ ,
- φιεντίν ,
- ελληνικόσ ,
- ανακολουθώ ,
- σατανικόσ ,
- ανίεροσ