Translation meaning & definition of the word "diabetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diabetic
[Διαβητικόσ]/daɪəbɛtɪk/
noun
1. Someone who has diabetes
- synonym:
- diabetic
1. Κάποιος που έχει διαβήτη
- συνώνυμο:
- διαβητικός
adjective
1. Of or relating to or causing diabetes
- synonym:
- diabetic
1. Από ή σχετίζονται ή προκαλούν διαβήτη
- συνώνυμο:
- διαβητικός
2. Suffering from diabetes
- synonym:
- diabetic
2. Πάσχουν από διαβήτη
- συνώνυμο:
- διαβητικός
Examples of using
Tom is a diabetic.
Ο Τομ είναι διαβητικός.
Tom is a diabetic.
Ο Τομ είναι διαβητικός.