Translation meaning & definition of the word "dexterity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξτερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dexterity
[Δεξιοτερότητα]/dɛkstɛrəti/
noun
1. Adroitness in using the hands
- synonym:
- dexterity ,
- manual dexterity ,
- sleight
1. Αυτόπτης μάρτυρας στη χρήση των χεριών
- συνώνυμο:
- επιδεξιότητα ,
- χειρωνακτική επιδεξιότητα ,
- λεπτόσ
Examples of using
This task requires dexterity.
Αυτή η εργασία απαιτεί επιδεξιότητα.