Translation meaning & definition of the word "dexter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξεταστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dexter
[Δεξτέρ]/dɛkstər/
adjective
1. On or starting from the wearer's right
- synonym:
- dexter
1. Ενεργοποίηση ή εκκίνηση από το δικαίωμα του χρήστη
- συνώνυμο:
- επιδεξιότητα