Translation meaning & definition of the word "devout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "διαγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Devout
[Συμφέρω]/dɪvaʊt/
adjective
1. Deeply religious
- "A god-fearing and law-abiding people" h.l.mencken
- synonym:
- devout ,
- god-fearing
1. Βαθιά θρησκευόμενος
- "Ένας θεοσεβής και νομοταγής λαός" χ.λ.μενκεν
- συνώνυμο:
- ευλαβήσ ,
- θεοσεβής
2. Earnest
- "One's dearest wish"
- "Devout wishes for their success"
- "Heartfelt condolences"
- synonym:
- dear ,
- devout ,
- earnest ,
- heartfelt
2. Σοβαρός
- "Η αγαπημένη επιθυμία"
- "Η συζήτηση επιθυμεί για την επιτυχία τους"
- "Ειλικρινή συλλυπητήρια"
- συνώνυμο:
- αγαπητέ ,
- ευλαβήσ ,
- σοβαρός ,
- εγκάρδιοσ