Translation meaning & definition of the word "devouring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταβροχθισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Devouring
[Συμβιβάζω]/dɪvaʊərɪŋ/
adjective
1. (often followed by `for') ardently or excessively desirous
- "Avid for adventure"
- "An avid ambition to succeed"
- "Fierce devouring affection"
- "The esurient eyes of an avid curiosity"
- "Greedy for fame"
- synonym:
- avid ,
- devouring(a) ,
- esurient ,
- greedy
1. (συχνά ακολουθείται από `γιατί ) έντονα ή υπερβολικά έρημη
- "Ευτυχισμένο για περιπέτεια"
- "Μια αισχρή φιλοδοξία να πετύχεις"
- "Στοργή καταβροχθίζοντας την αγάπη"
- "Τα ενοχλητικά μάτια μιας άπληστης περιέργειας"
- "Απληστία για φήμη"
- συνώνυμο:
- άβιντ ,
- αποβουρτσινγκ( ,
- επιβλαβήσ ,
- άπληστος