Translation meaning & definition of the word "devour" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συμβουλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Devour
[Καταβροχθίζω]/dɪvaʊər/
verb
1. Destroy completely
- "Fire had devoured our home"
- synonym:
- devour
1. Καταστρέψτε εντελώς
- "Η φωτιά είχε καταβροχθίσει το σπίτι μας"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω
2. Enjoy avidly
- "She devoured his novels"
- synonym:
- devour
2. Απολαύστε άπληστα
- "Καταβροχθίζει τα μυθιστορήματά του"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω
3. Eat immoderately
- "Some people can down a pound of meat in the course of one meal"
- synonym:
- devour ,
- down ,
- consume ,
- go through
3. Τρώτε ανεπαίσθητα
- "Μερικοί άνθρωποι μπορούν να κατεβάσουν ένα κιλό κρέας κατά τη διάρκεια ενός γεύματος"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- κάτω ,
- καταναλώνω ,
- περνώ
4. Eat greedily
- "He devoured three sandwiches"
- synonym:
- devour ,
- guttle ,
- raven ,
- pig
4. Τρώτε άπληστα
- "Καταβροχθίζει τρία σάντουιτς"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- λασπώνω ,
- ράβεν ,
- χοίρος