Translation meaning & definition of the word "devise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Devise
[Επινοεί]/dɪvaɪz/
noun
1. A will disposing of real property
- synonym:
- devise
1. Η θέληση της ακίνητης ιδιοκτησίας
- συνώνυμο:
- επινοεί
2. (law) a gift of real property by will
- synonym:
- devise
2. (λαβ) ένα δώρο αληθινής ιδιοκτησίας με βούληση
- συνώνυμο:
- επινοεί
verb
1. Come up with (an idea, plan, explanation, theory, or principle) after a mental effort
- "Excogitate a way to measure the speed of light"
- synonym:
- invent ,
- contrive ,
- devise ,
- excogitate ,
- formulate ,
- forge
1. Καταλήξτε σε μια (ανή ιδέα, σχέδιο, εξήγηση, θεωρία ή αρχή) μετά από μια ψυχική προσπάθεια
- "Διεγείρει έναν τρόπο μέτρησης της ταχύτητας του φωτός"
- συνώνυμο:
- επινοώ ,
- επινοεί ,
- αποσπώ ,
- διατυπώνω ,
- σφυρηλάτηση
2. Arrange by systematic planning and united effort
- "Machinate a plot"
- "Organize a strike"
- "Devise a plan to take over the director's office"
- synonym:
- organize ,
- organise ,
- prepare ,
- devise ,
- get up ,
- machinate
2. Τακτοποιήστε με συστηματικό σχεδιασμό και ενωμένη προσπάθεια
- "Συνθέστε μια πλοκή"
- "Οργανώστε μια απεργία"
- "Καταστρέψτε ένα σχέδιο για να αναλάβει το γραφείο του διευθυντή"
- συνώνυμο:
- οργανώνω ,
- προετοιμάζω ,
- επινοεί ,
- σηκώνομαι ,
- μηχανικόσ
3. Give by will, especially real property
- synonym:
- devise
3. Δώστε τους τη θέληση, ειδικά την πραγματική ιδιοκτησία
- συνώνυμο:
- επινοεί
Examples of using
He could devise clever alibis.
Θα μπορούσε να επινοήσει έξυπνο άλλοθι.