Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "deviate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκλίνουν" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Deviate

[Αποκλίνω]
/diviet/

noun

1. A person whose behavior deviates from what is acceptable especially in sexual behavior

    synonym:
  • pervert
  • ,
  • deviant
  • ,
  • deviate
  • ,
  • degenerate

1. Ένα άτομο του οποίου η συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό που είναι αποδεκτό ειδικά στη σεξουαλική συμπεριφορά

    συνώνυμο:
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • αποκλίνουσα
  • ,
  • παρεκκλίνω
  • ,
  • εκφυλίζω

verb

1. Turn aside

  • Turn away from
    synonym:
  • deviate
  • ,
  • divert

1. Αφήνω στην άκρη

  • Απομακρύνομαι από
    συνώνυμο:
  • παρεκκλίνω
  • ,
  • εκτρέπω

2. Be at variance with

  • Be out of line with
    synonym:
  • deviate
  • ,
  • vary
  • ,
  • diverge
  • ,
  • depart

2. Είμαι σε αντίθεση με

  • Είμαι εκτός συμφωνίας με
    συνώνυμο:
  • παρεκκλίνω
  • ,
  • ποικίλλω
  • ,
  • αποκλίνω
  • ,
  • αναχώρηση

3. Cause to turn away from a previous or expected course

  • "The river was deviated to prevent flooding"
    synonym:
  • deviate

3. Αιτία να απομακρυνθεί από ένα προηγούμενο ή αναμενόμενο μάθημα

  • "Το ποτάμι παρεκκλίνει για να αποτρέψει τις πλημμύρες"
    συνώνυμο:
  • παρεκκλίνω

adjective

1. Markedly different from an accepted norm

  • "Aberrant behavior"
  • "Deviant ideas"
    synonym:
  • aberrant
  • ,
  • deviant
  • ,
  • deviate

1. Είναι αξιοσημείωτα διαφορετικό από έναν αποδεκτό κανόνα

  • "Επικίνδυνη συμπεριφορά"
  • "Αποφασιστικές ιδέες"
    συνώνυμο:
  • εκτρεπόμενοσ
  • ,
  • αποκλίνουσα
  • ,
  • παρεκκλίνω

Examples of using

Let's not deviate from the subject.
Ας μην παρεκκλίνουμε από το θέμα.