Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "development" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάπτυξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Development

[Ανάπτυξη]
/dɪvɛləpmənt/

noun

1. Act of improving by expanding or enlarging or refining

  • "He congratulated them on their development of a plan to meet the emergency"
  • "They funded research and development"
    synonym:
  • development

1. Πράξη βελτίωσης με επέκταση ή διεύρυνση ή διύλιση

  • "Τους συνεχάρη για την ανάπτυξη ενός σχεδίου για την κάλυψη της έκτακτης ανάγκης"
  • "Χρηματοδότησαν την έρευνα και την ανάπτυξη"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

2. A process in which something passes by degrees to a different stage (especially a more advanced or mature stage)

  • "The development of his ideas took many years"
  • "The evolution of greek civilization"
  • "The slow development of her skill as a writer"
    synonym:
  • development
  • ,
  • evolution

2. Μια διαδικασία κατά την οποία κάτι περνά κατά βαθμούς σε ένα διαφορετικό στάδιο (ειδικά ένα πιο προηγμένο ή ώριμο στάδιο)

  • "Η ανάπτυξη των ιδεών του χρειάστηκε πολλά χρόνια"
  • "Η εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού"
  • "Η αργή ανάπτυξη των ικανοτήτων της ως συγγραφέα"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη
  • ,
  • εξέλιξη

3. (biology) the process of an individual organism growing organically

  • A purely biological unfolding of events involved in an organism changing gradually from a simple to a more complex level
  • "He proposed an indicator of osseous development in children"
    synonym:
  • growth
  • ,
  • growing
  • ,
  • maturation
  • ,
  • development
  • ,
  • ontogeny
  • ,
  • ontogenesis

3. (βιολογία) η διαδικασία ενός μεμονωμένου οργανισμού που αναπτύσσεται οργανικά

  • Μια καθαρά βιολογική εξέλιξη των γεγονότων που εμπλέκονται σε έναν οργανισμό που αλλάζει σταδιακά από ένα απλό σε ένα πιο περίπλοκο επτ
  • "Πρότεινε έναν δείκτη οστικής ανάπτυξης στα παιδιά"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη
  • ,
  • αυξανόμενη
  • ,
  • ωρίμανση
  • ,
  • οντογένεση

4. A recent event that has some relevance for the present situation

  • "Recent developments in iraq"
  • "What a revolting development!"
    synonym:
  • development

4. Ένα πρόσφατο γεγονός που έχει κάποια σχέση με την παρούσα κατάσταση

  • "Πρόσφατες εξελίξεις στο ιράκ"
  • "Τι εξεγερτική εξέλιξη!"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

5. The act of making some area of land or water more profitable or productive or useful

  • "The development of alaskan resources"
  • "The exploitation of copper deposits"
    synonym:
  • exploitation
  • ,
  • development

5. Η πράξη να καταστεί κάποια περιοχή γης ή νερού πιο κερδοφόρα ή παραγωγική ή χρήσιμη

  • "Η ανάπτυξη των πόρων της αλάσκας"
  • "Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χαλκού"
    συνώνυμο:
  • εκμετάλλευση
  • ,
  • ανάπτυξη

6. A district that has been developed to serve some purpose

  • "Such land is practical for small park developments"
    synonym:
  • development

6. Μια περιοχή που έχει αναπτυχθεί για να εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό

  • "Αυτή η γη είναι πρακτική για τις μικρές εξελίξεις του πάρκου"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

7. A state in which things are improving

  • The result of developing (as in the early part of a game of chess)
  • "After he saw the latest development he changed his mind and became a supporter"
  • "In chess your should take care of your development before moving your queen"
    synonym:
  • development

7. Μια κατάσταση στην οποία τα πράγματα βελτιώνονται

  • Το αποτέλεσμα της ανάπτυξης (α στο πρώιμο μέρος ενός παιχνιδιού σκακισ)
  • "Αφού είδε την τελευταία εξέλιξη άλλαξε γνώμη και έγινε υποστηρικτής"
  • "Στο σκάκι θα πρέπει να φροντίσετε την ανάπτυξή σας πριν μετακινήσετε τη βασίλισσα"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

8. Processing a photosensitive material in order to make an image visible

  • "The development and printing of his pictures took only two hours"
    synonym:
  • development
  • ,
  • developing

8. Επεξεργασία φωτοευαίσθητου υλικού για να γίνει ορατή μια εικόνα

  • "Η ανάπτυξη και η εκτύπωση των φωτογραφιών του πήρε μόνο δύο ώρες"
    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

9. (music) the section of a composition or movement (especially in sonata form) where the major musical themes are developed and elaborated

    synonym:
  • development

9. (μουσικό) το τμήμα μιας σύνθεσης ή κίνησης (ειδικά σε σονάτα φορμά) όπου αναπτύσσονται και επεξεργάζονται τα κύρια μουσικά θέματα

    συνώνυμο:
  • ανάπτυξη

Examples of using

While there is concern about children's development, there is uncertainty about giving them a lot of lee-way.
Ενώ υπάρχει ανησυχία σχετικά με την ανάπτυξη των παιδιών, υπάρχει αβεβαιότητα για την παροχή πολλών από την πορεία.
In order to complete the development on schedule, we request that other unrelated tasks be delayed for the moment.
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εξέλιξη με χρονοδιάγραμμα, ζητάμε να καθυστερήσουν προς το παρόν άλλες άσχετες εργασίες.
These aims are an important part of the regional development strategy.
Οι στόχοι αυτοί αποτελούν σημαντικό μέρος της στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης.