Translation meaning & definition of the word "developer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπτυσσόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Developer
[Προγραμματιστήσ]/dɪvɛləpər/
noun
1. Someone who develops real estate (especially someone who prepares a site for residential or commercial use)
- synonym:
- developer
1. Κάποιος που αναπτύσσει ακίνητη περιουσία (ειδικά κάποιος που προετοιμάζει μια περιοχή για οικιακή ή εμπορική χρήση)
- συνώνυμο:
- προγραμματιστής
2. Photographic equipment consisting of a chemical solution for developing film
- synonym:
- developer
2. Φωτογραφικός εξοπλισμός που αποτελείται από χημικό διάλυμα για την ανάπτυξη φιλμ
- συνώνυμο:
- προγραμματιστής
Examples of using
This new project in Java doesn't concern me at all, because I'm a PHP developer.
Αυτό το νέο έργο στην Ιάβα δεν με αφορά καθόλου, επειδή είμαι προγραμματιστής του Π.Π.