Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "develop" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάπτυξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Develop

[Αναπτύσσω]
/dɪvɛləp/

verb

1. Make something new, such as a product or a mental or artistic creation

  • "Her company developed a new kind of building material that withstands all kinds of weather"
  • "They developed a new technique"
    synonym:
  • develop

1. Κάντε κάτι νέο, όπως ένα προϊόν ή μια νοητική ή καλλιτεχνική δημιουργία

  • "Η εταιρεία της ανέπτυξε ένα νέο είδος οικοδομικού υλικού που αντέχει σε όλα τα είδη του καιρού"
  • "Ανέπτυξαν μια νέα τεχνική"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

2. Work out

  • "We have developed a new theory of evolution"
    synonym:
  • evolve
  • ,
  • germinate
  • ,
  • develop

2. Εργάζομαι

  • "Αναπτύξαμε μια νέα θεωρία της εξέλιξης"
    συνώνυμο:
  • εξελίσσομαι
  • ,
  • βλασταίνω
  • ,
  • αναπτύσσω

3. Gain through experience

  • "I acquired a strong aversion to television"
  • "Children must develop a sense of right and wrong"
  • "Dave developed leadership qualities in his new position"
  • "Develop a passion for painting"
    synonym:
  • develop
  • ,
  • acquire
  • ,
  • evolve

3. Κέρδος μέσω της εμπειρίας

  • "Απέκτησα μια ισχυρή αποστροφή για την τηλεόραση"
  • "Τα παιδιά πρέπει να αναπτύξουν την αίσθηση του σωστού και του λάθους"
  • "Ο ντέιβ ανέπτυξε ηγετικές ικανότητες στη νέα του θέση"
  • "Αναπτύξτε ένα πάθος για τη ζωγραφική"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω
  • ,
  • αποκτώ
  • ,
  • εξελίσσομαι

4. Come to have or undergo a change of (physical features and attributes)

  • "He grew a beard"
  • "The patient developed abdominal pains"
  • "I got funny spots all over my body"
  • "Well-developed breasts"
    synonym:
  • grow
  • ,
  • develop
  • ,
  • produce
  • ,
  • get
  • ,
  • acquire

4. Ελάτε να έχετε ή να υποβληθεί σε αλλαγή των (φυσικών χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών)

  • "Μεγάλωσε μια γενειάδα"
  • "Ο ασθενής ανέπτυξε κοιλιακούς πόνους"
  • "Έχω αστεία σημεία σε όλο μου το σώμα"
  • "Καλά ανεπτυγμένα στήθη"
    συνώνυμο:
  • μεγαλώνω
  • ,
  • αναπτύσσω
  • ,
  • προϊόν
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • αποκτώ

5. Come into existence

  • Take on form or shape
  • "A new religious movement originated in that country"
  • "A love that sprang up from friendship"
  • "The idea for the book grew out of a short story"
  • "An interesting phenomenon uprose"
    synonym:
  • originate
  • ,
  • arise
  • ,
  • rise
  • ,
  • develop
  • ,
  • uprise
  • ,
  • spring up
  • ,
  • grow

5. Ελάτε σε ύπαρξη

  • Πάρτε φόρμα ή σχήμα
  • "Ένα νέο θρησκευτικό κίνημα προέρχεται από αυτή τη χώρα"
  • "Μια αγάπη που ξεπήδησε από τη φιλία"
  • "Η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε από μια μικρή ιστορία"
  • "Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο ανατρέπεται"
    συνώνυμο:
  • προέρχεται
  • ,
  • προκύπτω
  • ,
  • αυξάνω
  • ,
  • αναπτύσσω
  • ,
  • ανατολή
  • ,
  • αναπηδώ
  • ,
  • μεγαλώνω

6. Change the use of and make available or usable

  • "Develop land"
  • "The country developed its natural resources"
  • "The remote areas of the country were gradually built up"
    synonym:
  • build up
  • ,
  • develop

6. Αλλάξτε τη χρήση και κάντε διαθέσιμη ή χρησιμοποιήσιμη

  • "Ανάπτυξη γης"
  • "Η χώρα ανέπτυξε τους φυσικούς της πόρους"
  • "Οι απομακρυσμένες περιοχές της χώρας δημιουργήθηκαν σταδιακά"
    συνώνυμο:
  • δημιουργώ
  • ,
  • αναπτύσσω

7. Elaborate, as of theories and hypotheses

  • "Could you develop the ideas in your thesis"
    synonym:
  • explicate
  • ,
  • formulate
  • ,
  • develop

7. Περίτεχνα, ως προς τις θεωρίες και τις υποθέσεις

  • "Θα μπορούσατε να αναπτύξετε τις ιδέες στη διατριβή σας"
    συνώνυμο:
  • εξηγώ
  • ,
  • διατυπώνω
  • ,
  • αναπτύσσω

8. Create by training and teaching

  • "The old master is training world-class violinists"
  • "We develop the leaders for the future"
    synonym:
  • train
  • ,
  • develop
  • ,
  • prepare
  • ,
  • educate

8. Δημιουργία με εκπαίδευση και διδασκαλία

  • "Ο παλιός δάσκαλος εκπαιδεύει βιολιστές παγκόσμιας κλάσης"
  • "Αναπτύσσουμε τους ηγέτες για το μέλλον"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • αναπτύσσω
  • ,
  • προετοιμάζω
  • ,
  • εκπαιδεύω

9. Be gradually disclosed or unfolded

  • Become manifest
  • "The plot developed slowly"
    synonym:
  • develop

9. Να αποκαλυφθεί σταδιακά ή να ξεδιπλωθεί

  • Γίνομαι εκδηλωτικός
  • "Η πλοκή αναπτύχθηκε αργά"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

10. Grow, progress, unfold, or evolve through a process of evolution, natural growth, differentiation, or a conducive environment

  • "A flower developed on the branch"
  • "The country developed into a mighty superpower"
  • "The embryo develops into a fetus"
  • "This situation has developed over a long time"
    synonym:
  • develop

10. Ανάπτυξη, πρόοδος, εξέλιξη ή εξέλιξη μέσω μιας διαδικασίας εξέλιξης, φυσικής ανάπτυξης, διαφοροποίησης ή ευνοϊκού περιβάλλοντος

  • "Ένα λουλούδι αναπτύχθηκε στο κλαδί"
  • "Η χώρα εξελίχθηκε σε μια ισχυρή υπερδύναμη"
  • "Το έμβρυο αναπτύσσεται σε έμβρυο"
  • "Αυτή η κατάσταση έχει αναπτυχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

11. Become technologically advanced

  • "Many countries in asia are now developing at a very fast pace"
  • "Viet nam is modernizing rapidly"
    synonym:
  • modernize
  • ,
  • modernise
  • ,
  • develop

11. Γίνετε τεχνολογικά προηγμένοι

  • "Πολλές χώρες στην ασία αναπτύσσονται τώρα με πολύ γρήγορους ρυθμούς"
  • "Το βιετνάμ εκσυγχρονίζεται γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • εκσυγχρονίζω
  • ,
  • αναπτύσσω

12. Cause to grow and differentiate in ways conforming to its natural development

  • "The perfect climate here develops the grain"
  • "He developed a new kind of apple"
    synonym:
  • develop
  • ,
  • make grow

12. Αιτία για να αναπτυχθεί και να διαφοροποιηθεί με τρόπους που συμμορφώνονται με τη φυσική του ανάπτυξη

  • "Το τέλειο κλίμα εδώ αναπτύσσει το σιτάρι"
  • "Ανέπτυξε ένα νέο είδος μήλου"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω
  • ,
  • μεγαλώνω

13. Generate gradually

  • "We must develop more potential customers"
  • "Develop a market for the new mobile phone"
    synonym:
  • develop

13. Παράγει σταδιακά

  • "Πρέπει να αναπτύξουμε περισσότερους πιθανούς πελάτες"
  • "Αναπτύξτε μια αγορά για το νέο κινητό τηλέφωνο"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

14. Grow emotionally or mature

  • "The child developed beautifully in her new kindergarten"
  • "When he spent a summer at camp, the boy grew noticeably and no longer showed some of his old adolescent behavior"
    synonym:
  • develop
  • ,
  • grow

14. Αναπτυχθείτε συναισθηματικά ή ωριμάστε

  • "Το παιδί αναπτύχθηκε όμορφα στο νέο του νηπιαγωγείο"
  • "Όταν πέρασε ένα καλοκαίρι στο στρατόπεδο, το αγόρι μεγάλωσε αισθητά και δεν έδειξε πλέον κάποια από την παλιά του εφηβική συμπεριφορά"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω
  • ,
  • μεγαλώνω

15. Make visible by means of chemical solutions

  • "Please develop this roll of film for me"
    synonym:
  • develop

15. Να γίνει ορατό με χημικές λύσεις

  • "Παρακαλώ αναπτύξτε αυτό το ρολό της ταινίας για μένα"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

16. Superimpose a three-dimensional surface on a plane without stretching, in geometry

    synonym:
  • develop

16. Επιβάλετε μια τρισδιάστατη επιφάνεια σε ένα επίπεδο χωρίς τέντωμα, στη γεωμετρία

    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

17. Move one's pieces into strategically more advantageous positions

  • "Spassky developed quickly"
    synonym:
  • develop

17. Μετακινήστε τα κομμάτια κάποιου σε στρατηγικά πιο συμφέρουσες θέσεις

  • "Ο σπάνσκι αναπτύχθηκε γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

18. Move into a strategically more advantageous position

  • "Develop the rook"
    synonym:
  • develop

18. Μετακινηθείτε σε μια στρατηγικά πιο συμφέρουσα θέση

  • "Αναπτύξτε το περβάζι"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

19. Elaborate by the unfolding of a musical idea and by the working out of the rhythmic and harmonic changes in the theme

  • "Develop the melody and change the key"
    synonym:
  • develop

19. Επεξεργαστείτε με την εξέλιξη μιας μουσικής ιδέας και με την επεξεργασία των ρυθμικών και αρμονικών αλλαγών στο θέμα

  • "Αναπτύξτε τη μελωδία και αλλάξτε το κλειδί"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

20. Happen

  • "Report the news as it develops"
  • "These political movements recrudesce from time to time"
    synonym:
  • break
  • ,
  • recrudesce
  • ,
  • develop

20. Συμβαίνω

  • "Αναφέρετε τις ειδήσεις καθώς εξελίσσεται"
  • "Αυτά τα πολιτικά κινήματα υποχωρούν κατά καιρούς"
    συνώνυμο:
  • σπάω
  • ,
  • επανεμφανίζεται
  • ,
  • αναπτύσσω

21. Expand in the form of a series

  • "Develop the function in the following form"
    synonym:
  • develop

21. Επέκταση με τη μορφή μιας σειράς

  • "Αναπτύξτε τη συνάρτηση στην παρακάτω μορφή"
    συνώνυμο:
  • αναπτύσσω

Examples of using

These exercises will develop the strength of your fingers.
Αυτές οι ασκήσεις θα αναπτύξουν τη δύναμη των δακτύλων σας.
He's born from a Jewish mother and a Muslim father; this helped him much to develop a kind of openmindedness.
Γεννήθηκε από μια Εβραία μητέρα και έναν Μουσουλμάνο πατέρα, αυτό τον βοήθησε πολύ να αναπτύξει ένα είδος ανοιχτότητας.
Where can I develop these photos?
Πού μπορώ να αναπτύξω αυτές τις φωτογραφίες?