Translation meaning & definition of the word "devastating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποβίβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Devastating
[Καταστροφή]/dɛvəstetɪŋ/
adjective
1. Making light of
- "Afire with annihilating invective"
- "A devastating portrait of human folly"
- "To compliments inflated i've a withering reply"- w.s.gilbert
- synonym:
- annihilating ,
- devastating ,
- withering
1. Φωτίζω
- "Φωτιά με την εξολόθρευση ενδοκτητική"
- "Ένα καταστροφικό πορτρέτο της ανθρώπινης τρέλας"
- "Για να φουσκώσουν τα συγχαρητήρια έχω μια απάντηση μαρασμού"- γ.ς. γκίλμπερτ
- συνώνυμο:
- εκμηδενίζοντασ ,
- καταστροφικός ,
- μαραίνω
2. Wreaking or capable of wreaking complete destruction
- "Possessing annihilative power"
- "A devastating hurricane"
- "The guns opened a withering fire"
- synonym:
- annihilative ,
- annihilating ,
- devastating ,
- withering
2. Συντριβή ή ικανή να καταστρέψει την πλήρη καταστροφή
- "Διατηρώντας την εξουδετέρωση"
- "Ένας καταστροφικός τυφώνας"
- "Τα όπλα άνοιξαν μια φωτιά που μαραίνεται"
- συνώνυμο:
- εκμηδενιστικό ,
- εκμηδενίζοντασ ,
- καταστροφικός ,
- μαραίνω
3. Physically or spiritually devastating
- Often used in combination
- "A crushing blow"
- "A crushing rejection"
- "Bone-crushing"
- synonym:
- crushing ,
- devastating
3. Σωματικά ή πνευματικά καταστροφικά
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Ένα συντριπτικό χτύπημα"
- "Μια συντριπτική απόρριψη"
- "Βούρτσισμα των κόκκων"
- συνώνυμο:
- συντριβή ,
- καταστροφικός