Translation meaning & definition of the word "deuce" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deuce
[Δειλόσ]/dus/
noun
1. A tie in tennis or table tennis that requires winning two successive points to win the game
- synonym:
- deuce
1. Μια γραβάτα στο τένις ή πινγκ-πονγκ που απαιτεί να κερδίσει δύο διαδοχικούς πόντους για να κερδίσει το παιχνίδι
- συνώνυμο:
- απολαμβάνω
2. The cardinal number that is the sum of one and one or a numeral representing this number
- synonym:
- two ,
- 2 ,
- II ,
- deuce
2. Ο καρδινάλιος αριθμός που είναι το άθροισμα ενός και ενός ή ενός αριθμού που αναπαριστά αυτόν τον αριθμό
- συνώνυμο:
- δύο ,
- 2 ,
- ΙΙ ,
- απολαμβάνω
3. A word used in exclamations of confusion
- "What the devil"
- "The deuce with it"
- "The dickens you say"
- synonym:
- devil ,
- deuce ,
- dickens
3. Μια λέξη που χρησιμοποιείται σε εκφράσεις σύγχυσης
- "Τι ο διάβολος"
- "Ο δευτερεύων με αυτό"
- "Τα πουλιά που λες"
- συνώνυμο:
- διάβολος ,
- απολαμβάνω ,
- πούτσεν
4. One of the four playing cards in a deck that have two spots
- synonym:
- deuce ,
- two
4. Μία από τις τέσσερις κάρτες παιχνιδιού σε ένα κατάστρωμα που έχουν δύο θέσεις
- συνώνυμο:
- απολαμβάνω ,
- δύο