Translation meaning & definition of the word "detour" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δευτέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Detour
[Αποστροφή]/dɪtʊr/
noun
1. A roundabout road (especially one that is used temporarily while a main route is blocked)
- synonym:
- detour ,
- roundabout way
1. Ένας κυκλικός δρόμος (ειδικά ένας που χρησιμοποιείται προσωρινά ενώ μια κύρια διαδρομή είναι μπλοκ)
- συνώνυμο:
- παράκαμψη ,
- κυκλικός δρόμος
verb
1. Travel via a detour
- synonym:
- detour
1. Ταξιδέψτε μέσω παράκαμψης
- συνώνυμο:
- παράκαμψη