Translation meaning & definition of the word "detonate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δετονία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Detonate
[Εκφονώ]/dɛtənet/
verb
1. Cause to burst with a violent release of energy
- "We exploded the nuclear bomb"
- synonym:
- explode ,
- detonate ,
- blow up ,
- set off
1. Αιτία να σκάσει με μια βίαιη απελευθέρωση ενέργειας
- "Εξερράγη η πυρηνική βόμβα"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- πυροδοτώ ,
- ανατινάζω ,
- ξεκινώ
2. Burst and release energy as through a violent chemical or physical reaction
- "The bomb detonated at noon"
- "The molotov cocktail exploded"
- synonym:
- detonate ,
- explode ,
- blow up
2. Έκρηξη και απελευθέρωση ενέργειας μέσω μιας βίαιης χημικής ή φυσικής αντίδρασης
- "Η βόμβα πυροδοτήθηκε το μεσημέρι"
- "Το κοκτέιλ μολότοφ εξερράγη"
- συνώνυμο:
- πυροδοτώ ,
- εκρήγνυται ,
- ανατινάζω