Translation meaning & definition of the word "determined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθορισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Determined
[Καθορισμένο]/dɪtərmənd/
adjective
1. Characterized by great determination
- "A struggle against a determined enemy"
- synonym:
- determined
1. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αποφασιστικότητα
- "Μια μάχη ενάντια σε έναν αποφασισμένο εχθρό"
- συνώνυμο:
- αποφασισμένος
2. Having been learned or found or determined especially by investigation
- synonym:
- determined
2. Έχοντας μάθει ή βρεθεί ή καθοριστεί ειδικά από έρευνα
- συνώνυμο:
- αποφασισμένος
3. Devoting full strength and concentrated attention to
- "Made continued and determined efforts to find and destroy enemy headquarters"
- synonym:
- determined
3. Αφιερώνοντας πλήρη δύναμη και συγκεντρωμένη προσοχή στην
- "Κατέβαλε συνεχείς και αποφασισμένες προσπάθειες για να βρει και να καταστρέψει την έδρα του εχθρού"
- συνώνυμο:
- αποφασισμένος
4. Determined or decided upon as by an authority
- "Date and place are already determined"
- "The dictated terms of surrender"
- "The time set for the launching"
- synonym:
- determined ,
- dictated ,
- set
4. Αποφασισμένος ή αποφασισμένος ως από μια αρχή
- "Η ημερομηνία και ο τόπος έχουν ήδη καθοριστεί"
- "Οι υπαγορευμένοι όροι παράδοσης"
- "Ο χρόνος που έχει οριστεί για την εκτόξευση"
- συνώνυμο:
- αποφασισμένος ,
- υπαγορεύεται ,
- σετ
5. Strongly motivated to succeed
- synonym:
- compulsive ,
- determined ,
- driven
5. Ισχυρά κίνητρα για να πετύχει
- συνώνυμο:
- καταναγκαστικόσ ,
- αποφασισμένος ,
- οδηγημένος
Examples of using
Tom is determined to have his way.
Ο Τομ είναι αποφασισμένος να πάρει το δρόμο του.
The subject of the lecture is already determined.
Το θέμα της διάλεξης έχει ήδη καθοριστεί.
She's determined to become a secretary.
Είναι αποφασισμένη να γίνει γραμματέας.