Translation meaning & definition of the word "deter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πτέρυγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deter
[Ντέτερ]/dɪtər/
verb
1. Try to prevent
- Show opposition to
- "We should discourage this practice among our youth"
- synonym:
- deter ,
- discourage
1. Προσπαθήστε να αποτρέψετε
- Εκφράζω αντίθεση σε
- "Πρέπει να αποθαρρύνουμε αυτή την πρακτική μεταξύ των νέων μας"
- συνώνυμο:
- αποτρέπω ,
- αποθαρρύνω
2. Turn away from by persuasion
- "Negative campaigning will only dissuade people"
- synonym:
- dissuade ,
- deter
2. Απομακρύνομαι από την πειθώ
- "Η νηπιακή εκστρατεία θα αποτρέψει μόνο τους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- αποτρέπω