Translation meaning & definition of the word "detention" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόθεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Detention
[Κράτηση]/dɪtɛnʃən/
noun
1. A state of being confined (usually for a short time)
- "His detention was politically motivated"
- "The prisoner is on hold"
- "He is in the custody of police"
- synonym:
- detention ,
- detainment ,
- hold ,
- custody
1. Μια κατάσταση που περιορίζεται (συνήθως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα)
- "Η κράτησή του ήταν πολιτικά παρακινημένη"
- "Ο κρατούμενος είναι σε αναμονή"
- "Είναι υπό την επιμέλεια της αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- κράτηση ,
- κρατώ
2. A punishment in which a student must stay at school after others have gone home
- "The detention of tardy pupils"
- synonym:
- detention
2. Μια τιμωρία στην οποία ένας μαθητής πρέπει να παραμείνει στο σχολείο μετά την επιστροφή του στο σπίτι
- "Η κράτηση των μαθητών της αιχμής"
- συνώνυμο:
- κράτηση