Translation meaning & definition of the word "detached" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσπασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Detached
[Μονάδα]/dɪtæʧt/
adjective
1. Showing lack of emotional involvement
- "Adopted a degage pose on the arm of the easy chair"- j.s.perelman
- "She may be detached or even unfeeling but at least she's not hypocritically effusive"
- "An uninvolved bystander"
- synonym:
- degage ,
- detached ,
- uninvolved
1. Εμφάνιση έλλειψης συναισθηματικής συμμετοχής
- "Εγκατέστησε μια στάση απολίπανσης στο χέρι της εύκολης καρέκλας"- ι.σ.πέρελμαν
- "Μπορεί να είναι αποσπασμένη ή ακόμα και ακατανόητη, αλλά τουλάχιστον δεν είναι υποκριτικά απατηλή"
- "Ανεμπλοκή παρευρισκόμενος"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- αποσπασμένοσ ,
- ανεμπλοκή
2. Being or feeling set or kept apart from others
- "She felt detached from the group"
- "Could not remain the isolated figure he had been"- sherwood anderson
- "Thought of herself as alone and separated from the others"
- "Had a set-apart feeling"
- synonym:
- detached ,
- isolated ,
- separated ,
- set-apart
2. Το να είσαι ή να αισθάνεσαι πληκτρολογημένος ή να διατηρείς εκτός από τους άλλους
- "Αισθάνθηκε αποκομμένη από την ομάδα"
- "Δεν θα μπορούσε να παραμείνει η απομονωμένη φιγούρα που ήταν" - σέργουντ άντερσον
- "Σκεφτείτε τον εαυτό σας μόνο του και χωρισμένο από τους άλλους"
- "Έχει ένα συναίσθημα εκκίνησης"
- συνώνυμο:
- αποσπασμένοσ ,
- απομονωμένος ,
- διαχωρισμένος ,
- ανάληψη συνόλου
3. No longer connected or joined
- "A detached part"
- "On one side of the island was a hugh rock, almost detached"
- "The separated spacecraft will return to their home bases"
- synonym:
- detached ,
- separated
3. Δεν είναι πλέον συνδεδεμένο ή ενωμένο
- "Αποσπασμένο μέρος"
- "Στη μία πλευρά του νησιού υπήρχε ένας βράχος, σχεδόν αποσπασμένος"
- "Το διαχωρισμένο διαστημικό σκάφος θα επιστρέψει στις βάσεις τους"
- συνώνυμο:
- αποσπασμένοσ ,
- διαχωρισμένος
4. Used of buildings
- Standing apart from others
- "Detached houses"
- "A detached garage"
- synonym:
- detached
4. Χρησιμοποιημένα κτίρια
- Να ξεχωρίζεις από τους άλλους
- "Αποσπασμένα σπίτια"
- "Ένα απομονωμένο γκαράζ"
- συνώνυμο:
- αποσπασμένοσ
5. Lacking affection or warm feeling
- "An uncaring person"
- synonym:
- detached ,
- unaffectionate ,
- uncaring
5. Έλλειψη στοργής ή ζεστού συναισθήματος
- "Ένας αδιάφορος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- αποσπασμένοσ ,
- ανεπιθύμητοσ ,
- αδιάφορου
6. Not fixed in position
- "The detached shutter fell on him"
- "He pulled his arm free and ran"
- synonym:
- detached ,
- free
6. Δεν είναι σταθερό στη θέση του
- "Το αποσπασμένο κλείστρο έπεσε πάνω του"
- "Έβγαλε το χέρι του ελεύθερο και έτρεξε"
- συνώνυμο:
- αποσπασμένοσ ,
- δωρεάν