Translation meaning & definition of the word "detach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Detach
[Αποσπώ]/dɪtæʧ/
verb
1. Cause to become detached or separated
- Take off
- "Detach the skin from the chicken before you eat it"
- synonym:
- detach
1. Αιτία να αποσπαστεί ή να διαχωριστεί
- Απογειώνομαι
- "Αποσυνδέστε το δέρμα από το κοτόπουλο πριν το φάτε"
- συνώνυμο:
- αποσπώ
2. Separate (a small unit) from a larger, especially for a special assignment
- "Detach a regiment"
- synonym:
- detach
2. Ξεχωριστή μικρή μονάδα ( από μεγαλύτερη, ειδικά για ειδική ανάθεση
- "Απελευθερώστε ένα σύνταγμα"
- συνώνυμο:
- αποσπώ
3. Come to be detached
- "His retina detached and he had to be rushed into surgery"
- synonym:
- detach ,
- come off ,
- come away
3. Ελάτε να αποσπαστείτε
- "Ο αμφιβληστροειδής του αποσπάστηκε και έπρεπε να βιαστεί σε χειρουργική επέμβαση"
- συνώνυμο:
- αποσπώ ,
- επιστρέφω ,
- ελάτε