Translation meaning & definition of the word "desultory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυμορφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Desultory
[Απολυτρωτικόσ]/dɛsəltɔri/
adjective
1. Marked by lack of definite plan or regularity or purpose
- Jumping from one thing to another
- "Desultory thoughts"
- "The desultory conversation characteristic of cocktail parties"
- synonym:
- desultory
1. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη συγκεκριμένου σχεδίου ή κανονικότητας ή σκοπού
- Πηδώντας από το ένα πράγμα στο άλλο
- "Αποτελεσματικές σκέψεις"
- "Το απολυτρωτικό χαρακτηριστικό συνομιλίας των κοκτέιλ πάρτι"
- συνώνυμο:
- απολυταρχικόσ