Translation meaning & definition of the word "destroy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Destroy
[Καταστρέφω]/dɪstrɔɪ/
verb
1. Do away with, cause the destruction or undoing of
- "The fire destroyed the house"
- synonym:
- destroy ,
- destruct
1. Καταργήστε, προκαλέστε την καταστροφή ή την ανατροπή του
- "Η φωτιά κατέστρεψε το σπίτι"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
2. Destroy completely
- Damage irreparably
- "You have ruined my car by pouring sugar in the tank!"
- "The tears ruined her make-up"
- synonym:
- destroy ,
- ruin
2. Καταστρέψτε εντελώς
- Ζημιά ανεπανόρθωτα
- "Έχετε καταστρέψει το αυτοκίνητό μου ρίχνοντας ζάχαρη στη δεξαμενή!"
- "Τα δάκρυα κατέστρεψαν το μακιγιάζ της"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω
3. Defeat soundly
- "The home team demolished the visitors"
- synonym:
- demolish ,
- destroy
3. Νικήστε απότομα
- "Η εγχώρια ομάδα κατεδάφισε τους επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- κατεδαφίζω ,
- καταστρέφω
4. Put (an animal) to death
- "The customs agents destroyed the dog that was found to be rabid"
- "The sick cat had to be put down"
- synonym:
- destroy ,
- put down
4. Βάλτε (ανικό ζώο) σε θάνατο
- "Οι τελωνειακοί πράκτορες κατέστρεψαν το σκυλί που βρέθηκε να είναι λυσσαλέος"
- "Η άρρωστη γάτα έπρεπε να τεθεί κάτω"
- συνώνυμο:
- καταστρέφω ,
- βάζω κάτω
Examples of using
I'll destroy it.
Θα το καταστρέψω.
We'll destroy the old farms.
Θα καταστρέψουμε τα παλιά αγροκτήματα.
Do I not destroy my enemies when I make them my friends?
Δεν καταστρέφω τους εχθρούς μου όταν τους κάνω φίλους μου?