Translation meaning & definition of the word "despot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεσπότ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Despot
[Δεσπότησ]/dɛspət/
noun
1. A cruel and oppressive dictator
- synonym:
- tyrant ,
- autocrat ,
- despot
1. Ένας απάνθρωπος και καταπιεστικός δικτάτορας
- συνώνυμο:
- τύραννος ,
- αυτοκράτορασ ,
- δεσπότης