Translation meaning & definition of the word "despondent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόγονος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Despondent
[Απελπισμένος]/dɪspɑndənt/
adjective
1. Without or almost without hope
- "Despondent about his failure"
- "Too heartsick to fight back"
- synonym:
- despondent ,
- heartsick
1. Χωρίς ή σχεδόν χωρίς ελπίδα
- "Αγαπημένος για την αποτυχία του"
- "Πολύ καρδιακό για να αντισταθεί"
- συνώνυμο:
- αποθαρρυντικός ,
- παραπλανητικόσ