Translation meaning & definition of the word "despise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Despise
[Απελπίζω]/dɪspaɪz/
verb
1. Look down on with disdain
- "He despises the people he has to work for"
- "The professor scorns the students who don't catch on immediately"
- synonym:
- contemn ,
- despise ,
- scorn ,
- disdain
1. Κοιτάξτε κάτω με περιφρόνηση
- "Περιφρονεί τους ανθρώπους για τους οποίους πρέπει να εργαστεί"
- "Ο καθηγητής περιφρονεί τους μαθητές που δεν πιάνουν αμέσως"
- συνώνυμο:
- παρακαμφθεί ,
- περιφρονώ
Examples of using
Speak not in the ears of a fool: for he will despise the wisdom of thy words.
Μη μιλάς στα αυτιά ενός ανόητου, γιατί θα περιφρονήσει τη σοφία των λόγων σου.
Don't despise a man because he is poor.
Μην περιφρονείτε έναν άνθρωπο επειδή είναι φτωχός.
You mustn't despise him because he didn't win a prize.
Δεν πρέπει να τον περιφρονείτε γιατί δεν κέρδισε βραβείο.