Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "desperate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ερωτική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Desperate

[Απελπισμένος]
/dɛsprɪt/

noun

1. A person who is frightened and in need of help

  • "They prey on the hopes of the desperate"
    synonym:
  • desperate

1. Ένα άτομο που φοβάται και χρειάζεται βοήθεια

  • "Αρπάζουν τις ελπίδες των απελπισμένων"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος

adjective

1. Arising from or marked by despair or loss of hope

  • "A despairing view of the world situation"
  • "The last despairing plea of the condemned criminal"
  • "A desperate cry for help"
  • "Helpless and desperate--as if at the end of his tether"
  • "Her desperate screams"
    synonym:
  • despairing
  • ,
  • desperate

1. Προκύπτουν από ή χαρακτηρίζονται από απόγνωση ή απώλεια ελπίδας

  • "Μια απελπιστική άποψη της παγκόσμιας κατάστασης"
  • "Η τελευταία απελπισμένη έκκληση του καταδικασμένου εγκληματία"
  • "Απελπισμένη κραυγή για βοήθεια"
  • "Άπληστος και απελπισμένος- σαν στο τέλος της πρόσδεσής του"
  • "Οι απελπισμένες κραυγές της"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος

2. Desperately determined

  • "Do-or-die revolutionaries"
  • "A do-or-die conflict"
    synonym:
  • desperate
  • ,
  • do-or-die(a)

2. Απελπισμένα αποφασισμένος

  • "Επαναστάτες εντός ή πεθαίνουν"
  • "Μια σύγκρουση πράξης ή πεθαίνοντας"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος
  • ,
  • ντο ή το διε()

3. (of persons) dangerously reckless or violent as from urgency or despair

  • "A desperate criminal"
  • "Taken hostage of desperate men"
    synonym:
  • desperate

3. ( των ατόμων ) επικίνδυνα απερίσκεπτος ή βίαιος ως από το επείγον ή την απόγνωση

  • "Ένας απελπισμένος εγκληματίας"
  • "Παίρνοντας όμηρο απελπισμένων ανδρών"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος

4. Showing extreme courage

  • Especially of actions courageously undertaken in desperation as a last resort
  • "Made a last desperate attempt to reach the climber"
  • "The desperate gallantry of our naval task forces marked the turning point in the pacific war"- g.c.marshall
  • "They took heroic measures to save his life"
    synonym:
  • desperate
  • ,
  • heroic

4. Επιδεικνύοντας ακραίο θάρρος

  • Ιδιαίτερα των ενεργειών που αναλαμβάνονται με θάρρος στην απόγνωση ως έσχατη λύση
  • "Κάναμε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να φτάσουμε στον ορειβάτη"
  • "Η απελπιστική αδράνεια των ναυτικών μας δυνάμεων σηματοδότησε το σημείο καμπής στον πόλεμο του ειρηνικού" - γ.κ.μάρσαλ
  • "Πήραν ηρωικά μέτρα για να σώσουν τη ζωή του"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος
  • ,
  • ηρωικός

5. Showing extreme urgency or intensity especially because of great need or desire

  • "Felt a desperate urge to confess"
  • "A desperate need for recognition"
    synonym:
  • desperate

5. Δείχνει εξαιρετικά επείγον ή ένταση, ειδικά λόγω της μεγάλης ανάγκης ή επιθυμίας

  • "Ένιωσα μια απελπισμένη παρόρμηση να ομολογήσω"
  • "Απελπισμένη ανάγκη για αναγνώριση"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος

6. Fraught with extreme danger

  • Nearly hopeless
  • "A desperate illness"
  • "On all fronts the allies were in a desperate situation due to lack of materiel"- g.c.marshall
  • "A dire emergency"
    synonym:
  • desperate
  • ,
  • dire

6. Γεμάτο με ακραίο κίνδυνο

  • Σχεδόν απελπιστικά
  • "Απελπισμένη ασθένεια"
  • "Σε όλα τα μέτωπα οι σύμμαχοι βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση λόγω έλλειψης υλικού" - γ.κ.μάρσαλ
  • "Μια τρομερή έκτακτη ανάγκη"
    συνώνυμο:
  • απελπισμένος
  • ,
  • επιτήδειος

Examples of using

Tom was told he would never amount to anything, and he was desperate to prove them wrong.
Ο Τομ είπε ότι ποτέ δεν θα ισοδυναμούσε με τίποτα, και ήταν απελπισμένος να τους αποδείξει λάθος.
I'm desperate, I don't know what to do.
Είμαι απελπισμένος, δεν ξέρω τι να κάνω.
We're not that desperate.
Δεν είμαστε τόσο απελπισμένοι.