Translation meaning & definition of the word "despair" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απελευθέρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Despair
[Απόγνωση]/dɪspɛr/
noun
1. A state in which all hope is lost or absent
- "In the depths of despair"
- "They were rescued from despair at the last minute"
- "Courage born of desperation"
- synonym:
- despair ,
- desperation
1. Μια κατάσταση στην οποία κάθε ελπίδα χάνεται ή απουσιάζει
- "Στα βάθη της απελπισίας"
- "Διασώθηκαν από την απόγνωση την τελευταία στιγμή"
- "Θαρραλέα γεννήθηκε από απόγνωση"
- συνώνυμο:
- απόγνωση
2. The feeling that everything is wrong and nothing will turn out well
- "They moaned in despair and dismay"
- "One harsh word would send her into the depths of despair"
- synonym:
- despair
2. Η αίσθηση ότι όλα είναι λάθος και τίποτα δεν θα αποδειχθεί καλά
- "Βογκούσαν από απόγνωση και απογοήτευση"
- "Μια σκληρή λέξη θα την έστελνε στα βάθη της απελπισίας"
- συνώνυμο:
- απόγνωση
verb
1. Abandon hope
- Give up hope
- Lose heart
- "Don't despair--help is on the way!"
- synonym:
- despair
1. Εγκαταλείψτε την ελπίδα
- Εγκαταλείψτε την ελπίδα
- Χάνω την καρδιά
- "Μην απελπίζεσαι-η βοήθεια είναι στο δρόμο!"
- συνώνυμο:
- απόγνωση
Examples of using
Alcohol took me to the brink of despair.
Το αλκοόλ με πήγε στο χείλος της απελπισίας.
It was a cry of despair.
Ήταν μια κραυγή απελπισίας.
In a frenzy of despair...
Σε μια φρενίτιδα απελπισίας...