Translation meaning & definition of the word "desired" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιθυμητό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Desired
[Επιθυμητός]/dɪzaɪərd/
adjective
1. Greatly desired
- synonym:
- coveted ,
- desired ,
- in demand(p) ,
- sought after
1. Πολύ επιθυμητό
- συνώνυμο:
- πολυπόθητοσ ,
- επιθυμητός ,
- σε ζήτηση() ,
- περιζήτητος
2. Wanted intensely
- "The child could no longer resist taking one of the craved cookies"
- "It produced the desired effect"
- synonym:
- craved ,
- desired
2. Ήθελε έντονα
- "Το παιδί δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί στο να πάρει ένα από τα λαχταριστά μπισκότα"
- "Παρήγαγε το επιθυμητό αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- λαχταρούσε ,
- επιθυμητός
Examples of using
We all want to be desired.
Όλοι θέλουμε να είμαστε επιθυμητοί.
His plan leaves much to be desired.
Το σχέδιό του αφήνει πολλά να είναι επιθυμητό.
The government's new economic plan leaves much to be desired.
Το νέο οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης αφήνει πολλά να είναι επιθυμητό.